οστε

οστε
    ὅστε
    ὅσ-τε
    (у Hom. тж. ὅ τε), ἥ-τε, ὅ-τε (= ὅς II и ὅστις) который
    

τῷ ἴκελος, ὅντ΄ Ἀπόλλων κατέπεφνεν Hom. — подобный тому, которого сразил Аполлон;

    Νιόβα, ἅτ΄ (= ἥτε) αἰεὴ δακρύεις Soph. — Ниоба, (ты), которая вечно плачешь;
    ἐξ οὗτε (sc. χρόνου) Aesch., — с тех пор как


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "οστε" в других словарях:

  • όστε — ὅστε και ὅ τε, ἥτε, ὅτε (Α) 1. εκείνος που, αυτός ο οποίος 2. φρ. α) «ἐξ οὗτε» από τον χρόνο κατά τον οποίο, αφότου β) «ὅ τε» επειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅς, ἥ, ὅ + εγκλιτικό μόριο τε (βλ.λ. τε)] …   Dictionary of Greek

  • ὅστε — who masc nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστέ' — ὀστέα , ὀστέον d Fr. neut nom/voc/acc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χὥστε — ὅστε , ὅστε who masc nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅσθ' — ὅστε , ὅστε who masc nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅστ' — ὅστε , ὅστε who masc nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἵτε — ὅστε who fem nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἵτε — ὅστε who masc nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὗτε — ὅστε who masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥτε — ὅστε who fem nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅντε — ὅστε who masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»